γαβλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαβλίζω < γαβγίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
γαβλίζω, πρτ.: γάβλιζα, στ.μέλλ.: θα γαβλίσω, αόρ.: γάβλισα, μτχ.π.π.: γαβλισμένος
- (ιδιωματικό) γαβγίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαβλίζω
|