γωνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γωνιάζω < αρχαία ελληνική γωνιάζω < γωνία (σχηματίζω γωνία)

Ρήμα[επεξεργασία]

γωνιάζω

  1. δημιουργώ γωνία σε ένα αντικείμενο
  2. ευθυγραμμίζω


Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]