διαιτητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαιτητεύω < διαιτητής + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαιτητεύω

  1. είμαι ο διαιτητής σε αθλητική συνάντηση
  2. ενεργώ ως μεσολαβητής για να λυθεί μια διαφορά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]