δουκέσσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δουκέσσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική duchessa. Μορφολογικά αναλύεται σε δούκ(ας) + -έσσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δουκέσσα θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- δουκέσσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].