δουκέσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δουκέσα | οι | δουκέσες |
γενική | της | δουκέσας | των | (δουκεσών) |
αιτιατική | τη | δουκέσα | τις | δουκέσες |
κλητική | δουκέσα | δουκέσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðuˈce.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐κέ‐σα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- δουκέσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική duchessa με απλοποίηση γραφής των δύο συμφώνων [1] < λατινική dux (στρατιωτικός διοικητής) < duco (διοικώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-. Μορφολογικά αναλύεται σε δούκ(ας) + -έσα. Δείτε και το μεσαιωνικό δουκέσσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουκέσα θηλυκό
- (σπάνιο, τίτλος ευγενείας) θηλυκό του δούκας, άλλη μορφή του δούκισσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δουκέσα
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- δουκέσα < δουκέσα #1, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική duchess [2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουκέσα θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δούκας, δούκισσα, δουκέσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ δουκέσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)