Μετάβαση στο περιεχόμενο

δούκισσα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δούκισσα οι δούκισσες
      γενική της δούκισσας των δουκισσών
    αιτιατική τη δούκισσα τις δούκισσες
     κλητική δούκισσα δούκισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δούκισσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δούκισσα < δούκ(ας) + -ισσα [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δούκισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο, ή γενικά, δείτε δούκας.

Αναφορές

[επεξεργασία]