dux

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dux < θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) + -s < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ελληνιστική κοινή: δούξ και δείτε τους απογόνους του

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dux (la), dŭcis αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αρσενικό) αρχηγός, διοικητής
  2. οδηγός (και μεταφορικά)

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική dux ducēs
γενική ducis ducum
δοτική ducī ducibus
αιτιατική ducem ducēs
κλητική dux ducēs
αφαιρετική duce ducibus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]