ελληνιστί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: sarri.greek (συζήτηση) 10:04, 19 Ιανουαρίου 2020 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαία ελληνική ἑλληνιστί > ἑλληνίζω + κατάληξη -τί.

Επίρρημα[επεξεργασία]

ελληνιστί, τροπικό

κατά τρόπο ελληνικό, στην ελληνική γλώσσα, ελληνικά.

Αναφορές[επεξεργασία]

«Ἑλληνιστὶ ἐσταλμένον, ὑπεξυρημένον τὸ γένειον, ἄζωστον, ἀσίδηρον, ἤδη στωμύλον, αὐτῶν τῶν Ἀττικῶν ἕνα τῶν αὐτοχθόνων» Λουκιανός «Σκύθης ή Πρόξενος § 5»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]