εμμελώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμμελώς < αρχαία ελληνική ἐμμελῶς < ἐμμελής < ἐν + μέλος
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμμελώς
- με εμμέλεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμμελώς