εμμελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμμελής < αρχαία ελληνική ἐμμελής < ἐν + μέλος (μελωδία)
Επίθετο[επεξεργασία]
εμμελής, -ής, -ές
- που είναι σύμφωνος με τους νόμους του μέλους
- (μουσική) μελωδικός, εύηχος, με σωστό ήχο
- η εμμελής απαγγελία των Ευαγγελίων στις ακολουθίες