εμπεδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπεδώνω < αρχαία ελληνική ἐμπεδόω - ἐμπεδῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
εμπεδώνω
- εδραιώνω στο νου μου μια αποκτηθείσα γνώση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπεδώνω