εμπρόθεσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπρόθεσμα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

εμπρόθεσμα (και εμπροθέσμως)

  1. πριν λήξει η προθεσμία ή μέσα στην προθεσμία
    αν δεν πληρωθεί ο λογαριασμός εμπρόθεσμα τότε ο πελάτης επιβαρύνεται με τους νόμιμους τόκους

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]