επανακάμπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανακάμπτω < αρχαία ελληνική ἐπανακάμπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
επανακάμπτω
- επιστρέφω, γυρίζω στο μέρος από το οποίο ξεκίνησα ή βρίσκομαι ξανά σε έναν τόπο