επισείων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισείων < ἐπί + σείω (=κουνώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επισείων αρσενικό

  1. είναι η στενόμακρη σημαία στην κορυφή του καταρτιού, το φλάμπουρο ή φλάμμουλο, η μπαντιέρα.
    Πολεμικό λοιπόν θεωρείται το πλοίο εκείνο (επιφανείας ή υποβρύχιο) που ανήκει στο πολεμικό ναυτικό ενός κράτους, φέρει επίσημα εμβλήματα της κρατικής εξουσίας (σημαία, επισείονα, κρατικό θυρεό, κτλ) [...] - Ρουκανάς Εμμανουήλ (2010) Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης, σελ. 240
  2. είναι το βασιλικό λάβαρο των Βυζαντινών.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]