σείω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σείω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σείω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεί‐ω

σείω, αόρ.: έσεισα, παθ.φωνή: σείομαι, π.αόρ.: σείστηκα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

σείω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuei-

σείω

  1. κουνάω πέρα-δώθε, ταλαντεύω κάτι
  2. (μεταφορικά)αναταράσσω
  3. (απρόσωπο) γίνεται σεισμός
  4. (μεταφορικά) κατηγορώ, λέγοντας ψέμματα, για να πάρω χρήματα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
σεισ-