σείω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σείω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σείω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σεί‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
σείω, αόρ.: έσεισα, παθ.φωνή: σείομαι, π.αόρ.: σείστηκα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σείω | έσεια | θα σείω | να σείω | σείοντας | |
β' ενικ. | σείεις | έσειες | θα σείεις | να σείεις | σείε | |
γ' ενικ. | σείει | έσειε | θα σείει | να σείει | ||
α' πληθ. | σείουμε | σείαμε | θα σείουμε | να σείουμε | ||
β' πληθ. | σείετε | σείατε | θα σείετε | να σείετε | σείετε | |
γ' πληθ. | σείουν(ε) | έσειαν σείαν(ε) |
θα σείουν(ε) | να σείουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσεισα | θα σείσω | να σείσω | σείσει | ||
β' ενικ. | έσεισες | θα σείσεις | να σείσεις | σείσε | ||
γ' ενικ. | έσεισε | θα σείσει | να σείσει | |||
α' πληθ. | σείσαμε | θα σείσουμε | να σείσουμε | |||
β' πληθ. | σείσατε | θα σείσετε | να σείσετε | σείστε | ||
γ' πληθ. | έσεισαν σείσαν(ε) |
θα σείσουν(ε) | να σείσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σείσει | είχα σείσει | θα έχω σείσει | να έχω σείσει | ||
β' ενικ. | έχεις σείσει | είχες σείσει | θα έχεις σείσει | να έχεις σείσει | ||
γ' ενικ. | έχει σείσει | είχε σείσει | θα έχει σείσει | να έχει σείσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σείσει | είχαμε σείσει | θα έχουμε σείσει | να έχουμε σείσει | ||
β' πληθ. | έχετε σείσει | είχατε σείσει | θα έχετε σείσει | να έχετε σείσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σείσει | είχαν σείσει | θα έχουν σείσει | να έχουν σείσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σείομαι | σειόμουν(α) | θα σείομαι | να σείομαι | σειόμενος | |
β' ενικ. | σείεσαι | σειόσουν(α) | θα σείεσαι | να σείεσαι | ||
γ' ενικ. | σείεται | σειόταν(ε) | θα σείεται | να σείεται | ||
α' πληθ. | σειόμαστε | σειόμαστε σειόμασταν |
θα σειόμαστε | να σειόμαστε | ||
β' πληθ. | σείεστε | σειόσαστε σειόσασταν |
θα σείεστε | να σείεστε | (σείεστε) | |
γ' πληθ. | σείονται | σείονταν σειόντουσαν |
θα σείονται | να σείονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σείστηκα | θα σειστώ | να σειστώ | σειστεί | ||
β' ενικ. | σείστηκες | θα σειστείς | να σειστείς | σείσου | ||
γ' ενικ. | σείστηκε | θα σειστεί | να σειστεί | |||
α' πληθ. | σειστήκαμε | θα σειστούμε | να σειστούμε | |||
β' πληθ. | σειστήκατε | θα σειστείτε | να σειστείτε | σειστείτε | ||
γ' πληθ. | σείστηκαν σειστήκαν(ε) |
θα σειστούν(ε) | να σειστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σειστεί | είχα σειστεί | θα έχω σειστεί | να έχω σειστεί | ||
β' ενικ. | έχεις σειστεί | είχες σειστεί | θα έχεις σειστεί | να έχεις σειστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σειστεί | είχε σειστεί | θα έχει σειστεί | να έχει σειστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σειστεί | είχαμε σειστεί | θα έχουμε σειστεί | να έχουμε σειστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σειστεί | είχατε σειστεί | θα έχετε σειστεί | να έχετε σειστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σειστεί | είχαν σειστεί | θα έχουν σειστεί | να έχουν σειστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σείω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuei-
Ρήμα[επεξεργασία]
σείω
- κουνάω πέρα-δώθε, ταλαντεύω κάτι
- (μεταφορικά)αναταράσσω
- (απρόσωπο) γίνεται σεισμός
- (μεταφορικά) κατηγορώ, λέγοντας ψέμματα, για να πάρω χρήματα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάρα σείω: (κουνάω το κεφάλι μου) δείχνει δυσαρέσκεια
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
σεισ-
σεισ-
Πηγές[επεξεργασία]
- σείω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σείω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)