σεισάχθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεισάχθεια < αρχαία ελληνική σεισάχθεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεισάχθεια θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεισάχθεια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεισάχθεια θηλυκό
- το πέταγμα, το τίναγμα του βάρους
- (ειδικότερα) η νομοθετική ρύθμιση παλαιών χρεών από τον Σόλωνα