εύληπτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύληπτα < εύληπτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
εύληπτα
- (μεταφορικά) κατανοητά
- παρουσιάζει εύληπτα τις νέες έννοιες του μαθήματός του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εύληπτο