ζωδιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ζωδιακά < ζωδιακός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ζωδιακά
- σχετικά με το ζώδιο κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωδιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ζωδιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζωδιακό