ζωδιακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωδιακά < ζωδιακός

Επίρρημα[επεξεργασία]

ζωδιακά

  • σχετικά με το ζώδιο κάποιου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ζωδιακά