θάλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θάλος < θάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θάλος-θάλεος ουδέτερο ( & αρσενικός τύπος ο θαλλός)

  1. βλαστάρι
  2. τέκνο