θαλλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θαλλός < αρχαία ελληνική θαλλός < θάλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θαλλός αρσενικό

  1. νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι
  2. νηματώδης δομή των μανιταριών που εξασφαλίζει τη θρέψη από τα θρεπτικά συστατικά που παρέχει το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αναπτύσσονται
     συνώνυμα: μυκήλιο
  3. κλάδος ελιάς που έφεραν οι ικέτες στους νούς της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και στεφάνι ελιάς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]