κακογράφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κακογράφω (el)
- γράφω δυσανάγνωστα
- είμαι ανίκανος στον γραπτό λόγο
- γράφω χωρίς συνοχή-ενδιαφέρον-γλαφυρότητα-ταλέντο-επινοητικότητα-καινοτομία-λογική-πλάνο-σκοπό-πάθος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακογράφω | έκακογραφα | θα κακογράφω | να κακογράφω | κακογράφοντας | |
β' ενικ. | κακογράφεις | έκακογραφες | θα κακογράφεις | να κακογράφεις | κακογράφε | |
γ' ενικ. | κακογράφει | έκακογραφε | θα κακογράφει | να κακογράφει | ||
α' πληθ. | κακογράφουμε | κακογράφαμε | θα κακογράφουμε | να κακογράφουμε | ||
β' πληθ. | κακογράφετε | κακογράφατε | θα κακογράφετε | να κακογράφετε | κακογράφετε | |
γ' πληθ. | κακογράφουν(ε) | έκακογραφαν κακογράφαν(ε) |
θα κακογράφουν(ε) | να κακογράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκακογραψα | θα κακογράψω | να κακογράψω | κακογράψει | ||
β' ενικ. | έκακογραψες | θα κακογράψεις | να κακογράψεις | κακογράψε | ||
γ' ενικ. | έκακογραψε | θα κακογράψει | να κακογράψει | |||
α' πληθ. | κακογράψαμε | θα κακογράψουμε | να κακογράψουμε | |||
β' πληθ. | κακογράψατε | θα κακογράψετε | να κακογράψετε | κακογράψτε, κακογράφτε | ||
γ' πληθ. | έκακογραψαν κακογράψαν(ε) |
θα κακογράψουν(ε) | να κακογράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακογράψει | είχα κακογράψει | θα έχω κακογράψει | να έχω κακογράψει | ||
β' ενικ. | έχεις κακογράψει | είχες κακογράψει | θα έχεις κακογράψει | να έχεις κακογράψει | έχε κακογραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει κακογράψει | είχε κακογράψει | θα έχει κακογράψει | να έχει κακογράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακογράψει | είχαμε κακογράψει | θα έχουμε κακογράψει | να έχουμε κακογράψει | ||
β' πληθ. | έχετε κακογράψει | είχατε κακογράψει | θα έχετε κακογράψει | να έχετε κακογράψει | έχετε κακογραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κακογράψει | είχαν κακογράψει | θα έχουν κακογράψει | να έχουν κακογράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κακογραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κακογραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κακογραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κακογραμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακογράφομαι | κακογραφόμουν(α) | θα κακογράφομαι | να κακογράφομαι | κακογραφόμενος | |
β' ενικ. | κακογράφεσαι | κακογραφόσουν(α) | θα κακογράφεσαι | να κακογράφεσαι | (κακογράφου) | |
γ' ενικ. | κακογράφεται | κακογραφόταν(ε) | θα κακογράφεται | να κακογράφεται | ||
α' πληθ. | κακογραφόμαστε | κακογραφόμαστε κακογραφόμασταν |
θα κακογραφόμαστε | να κακογραφόμαστε | ||
β' πληθ. | κακογράφεστε | κακογραφόσαστε κακογραφόσασταν |
θα κακογράφεστε | να κακογράφεστε | (κακογράφεστε) | |
γ' πληθ. | κακογράφονται | κακογράφονταν κακογραφόντουσαν |
θα κακογράφονται | να κακογράφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακογράφτηκα | θα κακογραφτώ | να κακογραφτώ | κακογραφτεί | ||
β' ενικ. | κακογράφτηκες | θα κακογραφτείς | να κακογραφτείς | κακογράψου | ||
γ' ενικ. | κακογράφτηκε | θα κακογραφτεί | να κακογραφτεί | |||
α' πληθ. | κακογραφτήκαμε | θα κακογραφτούμε | να κακογραφτούμε | |||
β' πληθ. | κακογραφτήκατε | θα κακογραφτείτε | να κακογραφτείτε | κακογραφτείτε | ||
γ' πληθ. | κακογράφτηκαν κακογραφτήκαν(ε) |
θα κακογραφτούν(ε) | να κακογραφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κακογραφτεί | είχα κακογραφτεί | θα έχω κακογραφτεί | να έχω κακογραφτεί | κακογραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις κακογραφτεί | είχες κακογραφτεί | θα έχεις κακογραφτεί | να έχεις κακογραφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κακογραφτεί | είχε κακογραφτεί | θα έχει κακογραφτεί | να έχει κακογραφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κακογραφτεί | είχαμε κακογραφτεί | θα έχουμε κακογραφτεί | να έχουμε κακογραφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κακογραφτεί | είχατε κακογραφτεί | θα έχετε κακογραφτεί | να έχετε κακογραφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κακογραφτεί | είχαν κακογραφτεί | θα έχουν κακογραφτεί | να έχουν κακογραφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κακογραμμένος - είμαστε, είστε, είναι κακογραμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κακογραμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κακογραμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κακογραμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κακογραμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κακογραμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κακογραμμένοι |