κακοπαντρεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοπαντρεύομαι < κακο- + παντρεύομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

κακοπαντρεύομαι

  • κάνω έναν αποτυχημένο γάμο (λέγεται συνήθως για γυναίκα)
κακοπαντρεύτηκε, αφού την απατούσε

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]