καλιμπράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλιμπράρω < από τη γαλλική calibrer ή (πιθανότατα) το αγγλικό calibrate σε συνδυασμό με το, ήδη σε χρήση, καλίμπρα

Ρήμα[επεξεργασία]

καλιμπράρω

  • (νεολογισμός) διορθώνω τις διάφορες ρυθμίσεις ενός μηχανήματος ώστε να δουλεύει σωστά ή σύμφωνα με τις δικές μου προτιμήσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]