καταλάβαμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταλάβαμε

  1. α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταλάβαμε

  1. α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω