κατσάβραχα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κατσάβραχα ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, → δείτε τη λέξη κατσάβραχο