κλοτσηδόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλοτσηδόν < κλότσος + -ηδόν

Επίρρημα[επεξεργασία]

κλοτσηδόν

  1. με δυνατές κλοτσιές
  2. (κατ’ επέκταση) με βίαιο τρόπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]