κορυφώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορυφώνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]κορυφώνομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κορυφώνομαι | κορυφωνόμουν(α) | θα κορυφώνομαι | να κορυφώνομαι | ||
β' ενικ. | κορυφώνεσαι | κορυφωνόσουν(α) | θα κορυφώνεσαι | να κορυφώνεσαι | (κορυφώνου) | |
γ' ενικ. | κορυφώνεται | κορυφωνόταν(ε) | θα κορυφώνεται | να κορυφώνεται | ||
α' πληθ. | κορυφωνόμαστε | κορυφωνόμαστε κορυφωνόμασταν |
θα κορυφωνόμαστε | να κορυφωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κορυφώνεστε | κορυφωνόσαστε κορυφωνόσασταν |
θα κορυφώνεστε | να κορυφώνεστε | (κορυφώνεστε) | |
γ' πληθ. | κορυφώνονται | κορυφώνονταν κορυφωνόντουσαν |
θα κορυφώνονται | να κορυφώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κορυφώθηκα | θα κορυφωθώ | να κορυφωθώ | κορυφωθεί | ||
β' ενικ. | κορυφώθηκες | θα κορυφωθείς | να κορυφωθείς | κορυφώσου | ||
γ' ενικ. | κορυφώθηκε | θα κορυφωθεί | να κορυφωθεί | |||
α' πληθ. | κορυφωθήκαμε | θα κορυφωθούμε | να κορυφωθούμε | |||
β' πληθ. | κορυφωθήκατε | θα κορυφωθείτε | να κορυφωθείτε | κορυφωθείτε | ||
γ' πληθ. | κορυφώθηκαν κορυφωθήκαν(ε) |
θα κορυφωθούν(ε) | να κορυφωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κορυφωθεί | είχα κορυφωθεί | θα έχω κορυφωθεί | να έχω κορυφωθεί | κορυφωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κορυφωθεί | είχες κορυφωθεί | θα έχεις κορυφωθεί | να έχεις κορυφωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κορυφωθεί | είχε κορυφωθεί | θα έχει κορυφωθεί | να έχει κορυφωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κορυφωθεί | είχαμε κορυφωθεί | θα έχουμε κορυφωθεί | να έχουμε κορυφωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κορυφωθεί | είχατε κορυφωθεί | θα έχετε κορυφωθεί | να έχετε κορυφωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κορυφωθεί | είχαν κορυφωθεί | θα έχουν κορυφωθεί | να έχουν κορυφωθεί |