κρεμνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεμνώ < μεσαιωνική ελληνική κρεμνώ < αρχαία ελληνική κρεμάω
Ρήμα[επεξεργασία]
κρεμνώ
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κρεμώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρεμνώ
|