λαντουρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαντουρώ < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lan.duˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ντου‐ρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

λαντουρώ, πρτ.: λαντουρούσα

  • (σπάνιο) καταβρέχω
    ※  Εκεί, μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού τους και πριν ακόμα μπουν μέσα, σπούσε ο οικοδεσπότης το ρόδι, σαν σύμβολο ευτυχίας κι ευφορίας και το νερό της θάλασσας μαζί με τα βότσαλα «λαντουρούσε» (ράντιζε) σ’ όλους τους χώρους του σπιτιού και τις αυλές. (Το έθιμο της 1ης του Σεπτέμβρη στο νησί της Κω, rodiaki.gr, 05/09/2016 [1])
    ※  Το λοιπόν ο φραντσέζος αυτός, την ώρα που λαντουρούσε με το μασούρι της συσκευής του μια γλώσσα τρεχούμενης φωτιάς μέσα σ' ένα βουλγάρικο αμπρί […] Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, @greek-language.gr
    άλλες μορφές: λαντουρίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]