λαξεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λαξεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος λαξεύω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαξεύομαι | λαξευόμουν(α) | θα λαξεύομαι | να λαξεύομαι | ||
β' ενικ. | λαξεύεσαι | λαξευόσουν(α) | θα λαξεύεσαι | να λαξεύεσαι | (λαξεύου) | |
γ' ενικ. | λαξεύεται | λαξευόταν(ε) | θα λαξεύεται | να λαξεύεται | ||
α' πληθ. | λαξευόμαστε | λαξευόμαστε λαξευόμασταν |
θα λαξευόμαστε | να λαξευόμαστε | ||
β' πληθ. | λαξεύεστε | λαξευόσαστε λαξευόσασταν |
θα λαξεύεστε | να λαξεύεστε | (λαξεύεστε) | |
γ' πληθ. | λαξεύονται | λαξεύονταν λαξευόντουσαν |
θα λαξεύονται | να λαξεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαξεύτηκα | θα λαξευτώ | να λαξευτώ | λαξευτεί | ||
β' ενικ. | λαξεύτηκες | θα λαξευτείς | να λαξευτείς | λαξέψου | ||
γ' ενικ. | λαξεύτηκε | θα λαξευτεί | να λαξευτεί | |||
α' πληθ. | λαξευτήκαμε | θα λαξευτούμε | να λαξευτούμε | |||
β' πληθ. | λαξευτήκατε | θα λαξευτείτε | να λαξευτείτε | λαξευτείτε | ||
γ' πληθ. | λαξεύτηκαν λαξευτήκαν(ε) |
θα λαξευτούν(ε) | να λαξευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λαξευτεί | είχα λαξευτεί | θα έχω λαξευτεί | να έχω λαξευτεί | λαξεμένος | |
β' ενικ. | έχεις λαξευτεί | είχες λαξευτεί | θα έχεις λαξευτεί | να έχεις λαξευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει λαξευτεί | είχε λαξευτεί | θα έχει λαξευτεί | να έχει λαξευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λαξευτεί | είχαμε λαξευτεί | θα έχουμε λαξευτεί | να έχουμε λαξευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε λαξευτεί | είχατε λαξευτεί | θα έχετε λαξευτεί | να έχετε λαξευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λαξευτεί | είχαν λαξευτεί | θα έχουν λαξευτεί | να έχουν λαξευτεί |