λιβελογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιβελογραφώ < λιβελογράφος + < λίβελος + γράφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.ve.lo.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐βε‐λο‐γρα‐φώ

Ρήμα[επεξεργασία]

λιβελογραφώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]