λιγοψυχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγοψυχώ < αρχαία ελληνική ὀλιγοψυχέω

Ρήμα[επεξεργασία]

λιγοψυχώ

  • δεν δείχνω αρκετή "ψυχή" (θάρρος) σε μια συγκεκριμένη στιγμή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]