μακροημερεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μακροημερεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακροημερεύω
- θα μακροημερεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακροημερεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μακροημερεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακροημέρευση