μασκαρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μασκαρεύω < μασκαράς + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

μασκαρεύω (παθητική φωνή: μασκαρεύομαι)

  1. φορώ μάσκα σε κάποιον
  2. ντύνω κάποιον αποκριάτικα
  3. (μεταφορικά) καλύπτω κάτι με δόλο, εξαπατώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]