μεμέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεμέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική meme

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεμέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]