meme
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- meme (νεολογισμός) < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική μίμημα, λεξιπλασία του Ρίτσαρντ Ντώκινς (Richard Dawkins) στο βιβλίο The Selfish Gene (Το εγωιστικό γονίδιο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]meme (en)