μερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μερώνω < μεσαιωνική ελληνική ημερώνω, με αποκοπή του αρχικού η

Ρήμα[επεξεργασία]

μερώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]