ημερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ημερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ημερώνω < αρχαία ελληνική ἡμερόω

ημερώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι ή κάποιον ήμερο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο ήμερος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]