μηδέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηδέ < αρχαία ελληνική μηδέ < μή + δέ
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
μηδέ (συμπλεκτικός)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηδέ
→ δείτε τη λέξη ούτε |