δέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δέ < συγγενές του δή και του δαί
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
δέ
- το άτονο δε της νεοελληνικής, αντιθετικό μόριο που λειτουργεί ως αντιθετικός σύνδεσμος μαζί με άλλα μόρια ή και μόνο του, πολύ συχνά σε αντιδαστολή ή σε αντιστοιχία προς το μέν και ερμηνεύεται: ενώ, εξάλλου, από την άλλη μεριά, όμως, και, λοιπόν