μυδραλλιοβόλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυδραλλιοβόλον μαρτυρείται από το 1888, θηλυκό μυδαλιοβόλος [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυδραλλιοβόλον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το μυδραλιοβόλο
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- μυδραλιοβόλον
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 676, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- μυδραλλιοβόλο(ν) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .