ντάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ντάλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντάλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική dal (σκέτο, γυμνό) + [1]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντάλα (χρονικό επίρρημα)

  • ακριβώς, στη μέση, στη φράση:
    ντάλα μεσημέρι : μες στο μεσημέρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντάλα θηλυκό

  • η μέση, το αποκορύφωμα ζεστής μέρας ή περιόδου
    ※  δουλειά δεν είχε και δουλειά πήγε και μας σκάρωσε μες στη ντάλα του καλοκαιριού (Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται μόνο στις εκφράσεις ντάλα μεσημέρι, ντάλα ήλιος και ντάλα του καλοκαιριού

Αναφορές[επεξεργασία]