ντήζελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ντίζελ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντήζελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Diesel· το επώνυμο του Γερμανού μηχανικού Rudolf Diesel (Ρούντολφ Ντίζελ (Ντήζελ) )

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντήζελ ουδέτερο, άκλιτο

  • μη απλοποιημένη γραφή του ντίζελ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]