ξάνσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάνσις < ξαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξάνσις θηλυκό (γενική: της ξάνσεως)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]