ξαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαίνω < αρχαία ελληνική ξαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαίνω (παθητική φωνή: ξαίνομαι)
- κατεργάζομαι το μαλλί ώστε να γίνει κατάλληλο για κλώσιμο
- χτενίζω τα μαλλιά με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτούν μεγαλύτερο όγκο, να είναι πιο φουντωτά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαίνω < ομόρριζο του ξέω και ξύω, θέμα που αναπτύχθηκε παράλληλα με τα άλλα δύο το ξαν + πρόσφυμα j + ω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαίνω
- ξαίνω, λαγαρίζω, ετοιμάζω μαλλί για κλώσιμο
- χτενίζω
- κατεργάζομαι
- (μεταφορικά) γδάρσιμο στο λαιμό, πονόλαιμος
- (μεταφορικά) μου λυώνουν, μου κομματιάζουν, μου τρώνε το μυαλό
- μεταφορικά αυλακιάζω, ξύνω
- (μεταφορικά) γδέρνω, χτυπώ δυνατά, σχίζω
- αφρίζω κάτι με ανακάτεμα ή άλλους τρόπους
Τύποι[επεξεργασία]
Τύποι που απαντούν: ξαίνω, [παρατατικός: ἔξαινον], αόριστος ἔξηνα, μέλλων: ξανῶ, παθητικός αόριστος ἐξάνθην, [παρακείμενος ἔξασμαι και σύνθετος κατέξασμαι, αλλά και δι-ἔξαμμαι] (Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι της ελληνιστικής)