card

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑːd/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /kɑɹd/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
card cards

card (en)

  1. το δελτίο, ένα μικρό κομμάτι σκληρού χαρτιού ή πλαστικού με πληροφορίες πάνω του, ειδικά πληροφορίες για την ταυτότητα κάποιου
    ⮡  an identity card - δελτίο ταυτότητας
  2. η κάρτα
    ⮡  I am paying with a card.
    Πληρώνω με κάρτα.
  3. (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο, το χαρτί
    ⮡  We are playing cards.
    Παίζουμε χαρτιά.
    ⮡  He has trained in playing cards.
    Έχει εξασκηθεί στη χαρτοπαιξία.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική: