card
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
card | cards |
card (en)
- το δελτίο, ένα μικρό κομμάτι σκληρού χαρτιού ή πλαστικού με πληροφορίες πάνω του, ειδικά πληροφορίες για την ταυτότητα κάποιου
- ⮡ an identity card - δελτίο ταυτότητας
- η κάρτα
- ⮡ I am paying with a card.
- Πληρώνω με κάρτα.
- ⮡ I am paying with a card.
- (χαρτοπαίγνιο) το τραπουλόχαρτο, το χαρτί
- ⮡ We are playing cards.
- Παίζουμε χαρτιά.
- ⮡ He has trained in playing cards.
- Έχει εξασκηθεί στη χαρτοπαιξία.
- ⮡ We are playing cards.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]πληροφορική: