ξαναδιαβάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναδιαβάζω < ξανά + διαβάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναδιαβάζω παθητικό: ξαναδιαβάζομαι για άψυχα αλλά και για νεκρούς

  • διαβάζω ξανά, για να μάθω κάτι καλά, για να το κατανοήσω πληρέστερα ή επειδή μου αρέσει πολύ
  • Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το αποχαιρετιστήριο γράμμα της και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον είχε όντως εγκαταλείψει
  • Εγώ και χίλιες φορές να τα ξαναδιαβάσω, λατινικά δεν πρόκειται να μάθω, αφήστε με ήσυχο!
  • Ορισμένα βιβλία είναι γραμμένα για να ξαναδιαβάζονται και άλλα για να μη γράφονται

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]