ξαναδοκιμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναδοκιμάζω
- δοκιμάζω πάλι
- μην ανησυχείς που δεν πετυχαίνεις, ξαναδοκίμασε μέχρι να πετύχεις!
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναδοκιμάζω | ξαναδοκίμαζα | θα ξαναδοκιμάζω | να ξαναδοκιμάζω | ξαναδοκιμάζοντας | |
β' ενικ. | ξαναδοκιμάζεις | ξαναδοκίμαζες | θα ξαναδοκιμάζεις | να ξαναδοκιμάζεις | ξαναδοκίμαζε | |
γ' ενικ. | ξαναδοκιμάζει | ξαναδοκίμαζε | θα ξαναδοκιμάζει | να ξαναδοκιμάζει | ||
α' πληθ. | ξαναδοκιμάζουμε | ξαναδοκιμάζαμε | θα ξαναδοκιμάζουμε | να ξαναδοκιμάζουμε | ||
β' πληθ. | ξαναδοκιμάζετε | ξαναδοκιμάζατε | θα ξαναδοκιμάζετε | να ξαναδοκιμάζετε | ξαναδοκιμάζετε | |
γ' πληθ. | ξαναδοκιμάζουν(ε) | ξαναδοκίμαζαν ξαναδοκιμάζαν(ε) |
θα ξαναδοκιμάζουν(ε) | να ξαναδοκιμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναδοκίμασα | θα ξαναδοκιμάσω | να ξαναδοκιμάσω | ξαναδοκιμάσει | ||
β' ενικ. | ξαναδοκίμασες | θα ξαναδοκιμάσεις | να ξαναδοκιμάσεις | ξαναδοκίμασε | ||
γ' ενικ. | ξαναδοκίμασε | θα ξαναδοκιμάσει | να ξαναδοκιμάσει | |||
α' πληθ. | ξαναδοκιμάσαμε | θα ξαναδοκιμάσουμε | να ξαναδοκιμάσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναδοκιμάσατε | θα ξαναδοκιμάσετε | να ξαναδοκιμάσετε | ξαναδοκιμάστε | ||
γ' πληθ. | ξαναδοκίμασαν ξαναδοκιμάσαν(ε) |
θα ξαναδοκιμάσουν(ε) | να ξαναδοκιμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναδοκιμάσει | είχα ξαναδοκιμάσει | θα έχω ξαναδοκιμάσει | να έχω ξαναδοκιμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναδοκιμάσει | είχες ξαναδοκιμάσει | θα έχεις ξαναδοκιμάσει | να έχεις ξαναδοκιμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναδοκιμάσει | είχε ξαναδοκιμάσει | θα έχει ξαναδοκιμάσει | να έχει ξαναδοκιμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναδοκιμάσει | είχαμε ξαναδοκιμάσει | θα έχουμε ξαναδοκιμάσει | να έχουμε ξαναδοκιμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναδοκιμάσει | είχατε ξαναδοκιμάσει | θα έχετε ξαναδοκιμάσει | να έχετε ξαναδοκιμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναδοκιμάσει | είχαν ξαναδοκιμάσει | θα έχουν ξαναδοκιμάσει | να έχουν ξαναδοκιμάσει |
|