ξανακυλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξανακυλώ (& ξανακυλάω)
- κυλάω ξανά ένα αντικείμενο
- Μπορείς να ξανακυλήσεις το μπαλάκι προς το μέρος μου;
- αρρωσταίνω πάλι
- Πήγα στη δουλειά με δέκατα και ξανακύλησα
- υποτροπιάζει ένα παλιότερο πρόβλημά μου (εθισμός κ.α.)
- Το παιδί τους δυστυχώς ξανακύλησε στα ναρκωτικά
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή |
---|---|
Ενεστώτας | ξανακυλάω-ώ |
Παρατατικός | ξανακυλούσα |
Μέλλοντας Στ. | θα ξανακυλώ |
Μέλλ. Εξακ. | θα ξανακυλήσω |
Αόριστος | ξανακύλησα |
Παρακείμενος | έχω ξανακυλήσει |
Μετοχές | ξανακυλώντας |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποτροπή
|