ξαναπέφτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναπέφτω < ξανά + πέφτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναπέφτω

  1. πέφτω πάλι
  2. αποκοιμάμαι πάλι
    ήταν πολύ κουρασμένος και ξανάπεσε\\
  3. αρρωσταίνω πάλι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]